Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Το μόνο που θυμάσαι

Είναι η ψυχή σου σήμερα φορτωμένη από ουρανό και θάλασσα.
Προσπαθείς για άλλη μία φορά να αντικρίσεις σιωπηλά το ωραίο και το απόλυτο,
όπως τα φλογισμένα σύννεφα της δύσης.
Απέναντι η ζωή σου.
Οι μνήμες αναδύονται αργά μέσα από τη βραδινή πάχνη,
έχουν μία γλυκιά ευωδιά από δάση νοτισμένα.
Ακόμα και της θλίψης οι στιγμές λειαίνονται σαν βότσαλα
κάτω απ΄του φεγγαριού το ώριμο ασήμι.
Μόνη σου έγνοια να δωρίζεσαι, όπως το φως στη νύχτα.
Και είναι αυτή η προσφορά μία θεϊκή ανταύγεια κροσσωτή
πάνω στο ταπεινό φθαρτό ένδυμά σου.

Κλείνεις τα μάτια και αφουγκράζεσαι της νύχτας τις ανάσες.
Η λύπη έχει διαλυθεί στη μεταξένια ομίχλη του μυαλού.
Σιωπάς, αισθάνεσαι.
Όλη η ζωή σε μία στιγμή.
Το μόνο που θυμάσαι,
μία αφρισμένη θάλασσα στεφανωμένη από άστρα .

Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Μαρία

Μαρία, η αθωότητα και η ομορφιά, κύμα στο πρόσωπό σου.
Γύρω από τα ρόδα σου σιωπή,
στη μέση η ελπίδα, Παντάνασσα της πέτρας.
Γλυκαίνεις την αυγή με φτερουγίσματα,
δεν βρίσκει η θλίψη, όταν μιλάς,
νύχτα να καταφύγει .

Μαρία, να μην ξεχνάς πως, πάνω στης λήθης τον λαιμό
χτυπά κρυφά φλέβα η ζωή,
κι είναι κι εκείνο το γαλάζιό σου το φως,

τον θάνατο ξορκίζει.

Μαρία με τα ουράνια, τα σμαραγδιά
στα μάτια σου η θάλασσα .
Μπρος στο χαμόγελό σου εγώ, μικρό παιδί
και γύρω του λευκά πουλιά να πεταρίζουν.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Μνήμη

Όλο περίμενες την πρώτη αχτίδα του ήλιου να διαπεράσει την ψυχή.
Ίσως γι'αυτό να ζούσες σ'έναν κόσμο πλασμένο από βλέμματα.
Δεν έχεις μάθει να αντέχεις την απουσία.
Τα πρόσωπα που πέρασαν από τη ζωή σου,
όμοια με φωταγωγημένα πλοία,
αναχωρούνε σιωπηλά μέσα στη νύχτα.
Κι έρχεται να απλωθεί ο στεναγμός,
διάφανο κύμα στη φωνή σου.
Παρούσα η μοναξιά.
Δεν κάνει λάθη όμως η μνήμη.
Θυμάσαι τα αγγίγματα,
χνάρια που αφήνουν πάνω στην άμμο οι γλάροι .
Κι όταν ακούς τους θρόους της αυγής,
αλλάζουν τα νοήματα.
Κρυφομιλούν οι σκέψεις γλυκύτερα απ' τον άνεμο.

Μνήμη ακριβή, κεχριμπάρι απαλό,
μία προσευχή τυλιγμένη στου νου τα κλαδιά,
πώς με μαθαίνεις .
Πώς με μαθαίνεις κάθε φορά που λάμπει ο ήλιος πάνω από τη θάλασσα,
να μην δακρύζουνε τα μάτια.

Έλυα
Φωτογραφία Παναγιώτης Παπαθεοδωρόπουλος

Μια στιγμή

Απόψε μοιάζει η ζωή μου με ασήμι τυλιγμένο στης νύχτας το κατάρτι.
Ένα βελούδο απλώνεται η φωνή σου,
πάνω της θέλω να επιπλεύσω.
Ποτάμι έγινες μέσα μου,
που μου χαϊδεύει την ψυχή.
Στη διαφάνειά του καθρεφτίζονται τα άστρα της σιωπής μου.
Θα περιμένω όσο χρειαστεί,
να σε αγγίξω μες στο φως και μες στα χρώματα,
στον άνεμο να φανερωθούν τα άχραντα που κατέχεις.
Κι όταν θα αναδυθείς από της μνήμης τα περάσματα τα άφωτα,
ήλιοι θα ανθίζουν,
και το νερό, κρύσταλλα χρυσά πάνω στο σώμα.

Μόνο αυτό, να σου δωρίσω μια στιγμή.
Για σένα τα μαλλιά μου, φύλλα στη βροχή που ταξιδεύουν.
Είναι όμως η αιωνιότητα πάντοτε απρόσιτη, λευκή.
Και μένουν οι ανάσες μας έτσι αγγιγμένες απ'το φως,
χρυσές κλωστές πάνω από τη θάλασσα,
τον κόσμο τον εφήμερο να ομορφαίνουν.

Στίχοι μονώτατοι

Εκεί που τρέχουν τα σύννεφα να δώσουν σχήματα στην ομορφιά,
ο χρόνος φανερώνεται στο γαληνό καθρέφτισμα του ορίζοντα.
Όνειρα κρυφά, επιθυμίες μυστικές,ρόδα ολόφωτα,
που πλέετε ατάραχα για να ορίσετε της ύπαρξης το άφατο.
Από της σιωπής μου τα πετρώματα
αναβλύζει του Προφήτη Ηλία το νερό.
Μέρα γιορτής, που τόσο γρήγορα κυλάς
ανάμεσα στης βιοτής το διάφανο και το γαλάζιο.

Στίχοι μονώτατοι, που σας αισθάνθηκα
σαν του ουρανού την αγκαλιά,
παραμυθία της ψυχής το πέταγμα
για της αιωνιότητας το ανέγγιχτο.
Όταν περάσουν οι χειμώνες
και χρυσίσει κάποτε η αυγή,
κάτι θα μείνει .

Στίχοι μονώτατοι,
πεύκα που κυματίζετε στον ήλιο αθόρυβα,
πόσα σμαράγδια σήμερα σταλάξατε
μες στου μυαλού τη θάλασσα.

Το άρπισμα

Ιούνιος.
Ένα φως λευκό πάνω στους λόφους.
Τριγύρω μία γαλάζια αχλύ και οι ανάσες από τις ίριδες.
Μία ευωδιά στον αέρα από χώμα νοτισμένο.
Κι εσύ να ελπίζεις,
να περιμένεις πως κάποτε θα σταματήσει να καρπίζει η απώλεια.
Στον δρόμο της ζωής σου ένας ήχος από καμπάνες μακρινές.
Η πορεία σου πάντα μοναχική κάτω από τα φωτισμένα τόξα των πεύκων.

Δεν γίνεται όμως να αρνηθείς τον εαυτό σου.
Γιατί είναι η ψυχή σου πλασμένη από όνειρα, φτερωμένα, απαλά.
Και υπάρχει πάντα ένας αθώος ουρανός λευκός, που περιμένει.

Βαδίζεις δίχως να μιλάς.
Γύρω απ΄τα δέντρα υφαίνονται αθόρυβα οι εποχές.
Μες στη σιωπή μία μουσική,
τίποτε άλλο,
μία πορεία φωτεινή, μοναχική,
εσύ και το άρπισμα του χρόνου.